- ιατραλείπτης
- ἰατραλείπτης, ὁ (Α)γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰατραλείπτης — surgeon who practises by anointing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰατραλειπτῶν — ἰατραλείπτης surgeon who practises by anointing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ALIPTICE — olim pars Medicinae; nec in Gymnasiis tantum aut Circo (nam et Circum suos habuisse Aliptas, notar ad Vopiscum in Saturnin. c. 8. Casaubon.) sed etiam in Iatrice olim Aliptae noti fuêre: qui non solum ad conservandam valetudinem, vires… … Hofmann J. Lexicon universale
ιατραλειπτική — ἰατραλειπτική, ἡ (Α) [ιατραλείπτης] η τέχνη τού ιατραλείπτη* … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek